- σιταρέμπορος
- σιταρέμπορος, ο και σταρέμπορος, οέμπορος σιταριών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιταρέμπορος — και σταρέμπορος, ο, Ν ο σιτέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + έμπορος (πρβλ. φρουτ έμπορος)] … Dictionary of Greek
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
σταρέμπορος — ο, Ν βλ. σιταρέμπορος … Dictionary of Greek